- ψαφαρός
- -ή, -ό / ψαφαρός, -ά, -όν, ΝΑ, και ιων. τ. ψαφερός, -ή, -όν, Ααυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, εύθρυπτοςαρχ.1. (για έδαφος) αμμώδης ή ρηγματωμένος2. (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή σύσταση3. (για υγρό) αραιός4. (για κρασί) στυφός5. μτφ. (για ερπετό) αυτός που έχει το χρώμα τής σκόνης.επίρρ...ψαφαρῶς Μσε αμμώδες έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ψᾰφ-αρός, με βραχύ φωνηεντισμό -ᾰ-, εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τού θ. ψᾱφ- /ψηφ- τού ψῆφος* και έχει σχηματιστεί με επίθημα -αρός / -ερός (πρβλ. χλιαρός: χλιερός). Για τον φωνηεντισμό -α- τού επιθ. βλ. λ. ψάμμος].
Dictionary of Greek. 2013.